- φεγγίζω
- φέγγισα, και φεγγρίζω φέγγρισα, και φαγγρίζω φάγγρισα, αμτβ., φεγγαρίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεγγίζω — φεγγίζω, φέγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεγγίζω — Ν [φέγγος] 1. φέγγω αμυδρά 2. είμαι ημιδιαφανής («η μπλούζα σου φεγγίζει») … Dictionary of Greek
αντιφέγγω — κ. φεγγιζω (Μ ἀντιφέγγω) φέγγω από απέναντι, αντανακλώ φως, λάμπω … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
φεγγαρίζω — φεγγάρισα, αμτβ. 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού). 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει. 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγρίζω — βλ. φεγγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)